λογοθετικός

λογοθετικός
λογοθετικός, -ή, -όν (Μ) [λογοθέτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογοθέτη («λογοθετικὸν ἀξίωμα», Νικ. Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”